Ένα όνειρο είδα χθές,
την αλήθεια πως δεν άντεξα, και πέταξα...
Μάθε να ξέρεις,
πως ο νούς μου ούτε στο ύπνο ξαποσταίνει.
Και κάθε βράδυ,
λίγη πνοή αφήνει το κορμί μου.
Απάντηση δεν έχω,
να σβήσω το "γιατί" χωρίς επιστροφή.
Σα' να 'χω μιαν ελπίδα,
ή κάποια επιταγή, που πρέπει να υπομένω.
Και στο σφάλμα,
δικαίωμα ζητάω και αφορμή.
Μετά θα πω πως ξέχασα,
πως πια δε θα θυμάμαι
Δεν ανήκω πουθενά,
ποτέ μου δεν ανήκα.
Είμαι ό,τι κατακτώ,
κι έπειτα ξαναρχίζω.
Πώς να βγείς από εδώ,
με τις πόρτες σφαλιστές;
Αιώνια ο κίνδυνος εγγύς,
και η έξοδος αλλού.
Αμέτρητους τρόπους,
να παλέψεις ίσως βρεις.
Άμα μιλήσεις θα χαθείς,
μέσ' στη σιωπή που ξεθωριάζεις.
Ό,τι φοβάμαι,
το φωλιάζει μια στιγμή.
Μια στιγμή,
τους αιώνες που χλευάζει.
Αχ, ας έκλαιγα λιγάκι,
ήχος ν' ακουστεί στην απώλεια του γύρω.
Μα δες πως τα απλά,
γίνονται απρόσιτα, ανύποπτα!
Το κορμί διαιρεμένο,
γράφει απεγνωσμένα.
Και το πνεύμα ασθενές,
αφήνεται στο τίποτα δοσμένο.
Για αιτίες δεν αγωνιώ,
αφού καλά γνωρίζω.
Χαμένη αθωότητα ζητούμε,
σε ό,τι "φονεύουμε".
Μια Γη κορμία διχασμένα,
ψυχές, κορμία "διψασμένα".
Απο τη βία του κορμιού,
της ψυχής μάλλον να φοβάσαι.
Όλου του κόσμου η μοναξιά,
σε τόσο πλήθος συναγμένη.
Πυκνή να την αγγίζεις,
σα βαρύς καπνός που ανασαίνεις.
Κι εσύ άδικη ερωμένη,
με το σεντόνι σου θλιμμένο, για τ' ακάλυπτα.
Τα μέλη σου ως νεκτρωσες,
απ' τα ερεθίσματα ν'απαλλαχθείς,
τώρα τί ζητάς σε αποστρέφοντες καθρέπτες,
και σε τόπους αταίριαστοι που φέρονται.
Μια λέξη ιερή να λέει κάποια αλήθεια,
"σ' αγαπώ", μα σε αφήνει μοναχή.
Κουράστηκα γι' αναζητήσεις,
σε μια κοινωνία που ψευτοζεί μεσ' στις ατάκες.
Σε μια εκδιδόμενη Ιστορία,
που δεν αντέχει επαναστάτες.
Κι εγώ που πίστεψα,
την έξοδο πως θα 'βρω.
Μια ραϊσμένη θα 'μαι ανάμνηση,
φωτογραφία, στης καθόδου μου την ώρα.
Ένα όνειρο είδα χθές,
την αλήθεια πως δεν άντεξα, και πέταξα...