“Θέλω να γίνω ποιητής”, είπε το βατραχάκι
“και να σκαρώνω ποιήματα με τέχνη και μεράκι…
Μα πρώτα απ’ όλα, βασικό για την αρματωσιά μου,
ένα κουστούμι πράσινο που την ιδιότητά μου,
θα δείχνει και θα διαλαλεί, μαζί με τη γραβάτα
που ανέμελα θα κρέμεται σαν μια τεμπέλα γάτα
και θα ταιριάζει sτο μαλλί που αχτένιστο θα γέρνει
όταν στα χείλη το φτερό, το χέρι μου θα φέρνει”…
Το είπε και το έκανε, απ’ όπου κι αν περνούσε
“βάτραχε, είσαι ποιητής”? καθένας τον ρωτούσε…
Με ύφος περισπούδαστο και στοχασμό στο βλέμμα,
περιδιαβαίνει ολημερίς και χαιρετάει στο ρέμα…
Μα ένα μικρούλι, τόσο δα, βατράχι ηλιοκαμένο,
τον ποιητή ρεζίλεψε, τον… περι - σπουδασμένο…
“Πες μας, μεγάλε ποιητή, ένα δικό σου ποίημα
Να σε χειροκροτήσουμε, όσο θα σαι στο βήμα”
Ίσιωσε τη γραβάτα του, κούνησε το φτερό του,
εσούφρωσε τα χείλη του, ξύνει το κούτελό του…
Και τότε συλλογίστηκε πως, όλη τη φροντίδα
την είχε δώσει στο….φτερό και όχι στη γραφίδα…
