Γεννήθηκα στο ξέφωτο του δάσους,
μια μάνα σπαρτιάτισσα αγκάλιασε με βιάση,
δεν πρόφτασε να με καλοσκεπάσει
κι έφτασα και μεγάλωσα στου Αλέξαντρου τα χρόνια…
Πήγα σχολειό με του ρωμαίου το φόβο,
παιδούλα εγώ, στα γράμματα τα πρώτα,
πήρα τη δύναμη και των παλιών τα φώτα
κι έδωσα όρκο πως θα τα διαδίδω αιώνια…
Μαγεύτηκα απ’ του Βόσπορου το κύμα,
Σ ένα Βυζάντιο που, αργά, ορθοποδούσε,
σε μια επανάσταση που με καθοδηγούσε,
έφηβη, πια, με το σπαθί για προσκεφάλι…
Με καλοπάντρεψαν με Φράγκο ιππότη,
δεν τον αγάπησα κι ας είχα πάρει την καρδιά του,
μια νύχτα έφυγα τρεχάτη, μακριά του,
για να ριχτώ σε περιπέτεια μεγάλη…
Γυναίκα, πια, όμορφη σαν νεράιδα,
ένας σουλτάνος μ ερωτεύτηκε με πάθος,
του παραδόθηκα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος,
του υποκρίθηκα γιατί έπρεπε να ζήσω…
Μα τον ξεγέλασα και μ' άφησε να φύγω,
ήμουνα λέφτερη να ορίσω τη ζωή μου,
να διαφεντέψω αυτή τη μοίρα τη δική μου,
να ονειρευτώ πως απ΄τη λήθη θα ξεφύγω…
Κατάφερα να ζήσω από πολέμους,
κράτησα μακριά μου όσους μπορούσα,
όλα τα όρνεα που πλησίαζαν, χτυπούσα,
μα αντιγύριζε το χτύπημα σε μένα…
Να΄ μαι μπροστά σου ολοζώντανη σαν ήλιος,
μ΄ ένα μπαστούνι να στηρίζω το κορμί μου,
ένα χαμόγελο στην άφθαρτη ψυχή μου,
μα, με τα χέρια μου σφιχτά δεμένα…
Γεννήθηκα στο ξέφωτο του δάσους,
ένας καθάριος ουρανός μου έριξε ένα βλέμμα,
έζησα αιώνες τυλιγμένη μ΄ ένα ψέμα,
πως, τάχα, λέφτερα θα ήταν τα παιδιά μου…
Πάλεψα με τα θεριά του μίσους,
βρέθηκα δέσμια σε πλάνες υποσχέσεις,
δε ζήτησα ανταμοιβή για τις καλές προθέσεις,
μα, σου ζητώ να περπατήσεις στα όνειρά μου…