Γιώργης στου χουράφ τραβάει το ντουρβά στην πλάτη κριμνάει ( κρεμάει )
το ντουρβά στην πλάτη κριμνάει τα τσαρούχια τα αστουχάει (ξεχνάει)
Περ τη στράτα αγάλια αγάλια
πέρασ' απ' τα πιριβόλια
πέρασ' απ' τα πιριβόλια
τον τσιμπήσαν τα τριβόλια
έκατση και αποκοιμήθκει τα τσαρούχια του θυμήθκει
τα τσαρούχια του θυμήθκει
να γυρίσει σπίτ φοβήθκει
μάνα του μην τον μαλώσει
τα τσαρούχια του π' αστόχσει ( που ξέχασε )
Ο Γιώργης είχε τόση διάθεση για δουλειά στο χωράφι , που ξέχασε ότι υπάρχουν τριβόλια στα χωράφια και δεν φόρεσε τα παπούτσια του.Γιαυτό όταν το συνειδητοποίησε, φοβήθηκε την οργή της μανα του, η οποία προφανώς γνώριζε την εν γένει τεμπελιά του Γιώργη.