Θέλω να ξέρω που πηγαίνουνε τα τρένα
όταν οι δρόμοι που ταξίδευαν γεράσουν
όταν οι ράγες τους σαπίσουν και κανένα
σταθμό δεν έχουνε το βράδυ να περάσουν.
Τα φώτα μέσα στην ομίχλη αναμμένα
στόχο δεν έχουνε στην ώρα τους να φτάσουν
βαγόνια άδεια, τα παράθυρα σπασμένα
δεν λένε κάρβουνο στα δόντια να χορτάσουν.
Μια ψυχή από σκοτάδι, σιδερένια
φρένα που θελουν άλλη μία να χαλάσουν.
Μοίρα εθύγραμμη κι εκείνα διψασμένα
ψάχνουν με λύσσα μία στροφή για να ξεσπάσουν
Θέλω να ξέρω τι να σκέφτονται τα τρένα
στο τελευταίο τους ταξίδι πριν τα πιάσουν.
πρίν το τσεκούρι τα θερίσει αφού κανένα
φίλο δεν έχουν οι αλήτες αν γεράσουν.