Τα ράφια σας ολόγιομα, με όμορφη πραμάτεια,
ζευγάρια, μοναχά, αστραφτερά΄
στην θέα της θαμπώνουνε, χορταίνουνε τα μάτια,
μα θα 'πρεπε να βλέπουν λιγάκι πιό βαθιά:
στου αγοριού, που μόνο να την βλέπει επιτρέπουν,
την άδολη, την παιδική ματιά,
που τούμαθαν πως τέτοια ''λούσα'' δεν του πρέπουν,
γιατί πατέρα έχει που λιώνει στα γιαπιά΄
στου κοριτσιού, που κούκλα δεν αγόρασε ποτές του,
τα μάτια τα γεμάτα, τα αγνά,
που ξέρει ,πάντα, πως μικρές θα 'ν' οι χαρές του,
χωρίς την μάνα, που 'φυγε για παντοτινά΄
στου γέρου, που η μοναξιά τα χρόνια του βαραίνει,
το κυρτωμένο απ' την κούραση κορμί΄
που έμαθε, καρτερικά, τα πάντα να υπομένει,
ώσπου το ταίρι στο επέκεινα να βρεί.
Χαρείτε την πραμάτεια σας, την ''όμορφη'', την σκάρτη,
μα κρύψτε την σε μέρη μαύρα, σκοτεινά,
γιατί η μέρα που θέ' να σβηστείτε από τον χάρτη,
σαν βέλος φτάνει, να καρφώσει την θολερή καρδιά...