Ό,τι ξέρω, ό,τι θυμάμαι κι είχα πει
χάθηκαν, βέλη που δεν άγγιξαν το στόχο
μέσα στα μάτια που χτυπήσαν αστραπή
μα που δεν είδαν-και παράπονο σου το 'χω-
πως είμαι πια ένα στον άνεμο φτερό
ένας ανόητος και δίχως λύση γρίφος
πρόσωπο που είδε με καθρέφτη το νερό
ν' αλλάζει σχήματα και χρώματα και ύφος
χωρίς να θέλει ή να πρέπει και χωρίς
να 'ναι γραμμένη από το Θείο χέρι η μοίρα
που έτσι το θέλησε, μάταια και νωρίς
δρόμο να σκάψει στα δυό μάγουλα η αρμύρα.
Κι είναι σαν χτες που η ανυποψίαστη καρδιά
άνοιγε δρόμο μες στα κρίνα να περάσει
κι ούτε που το 'βαλα στο νου μου μια φορά
έτσι αγνή πως δεν της μέλλει να γεράσει
παρά θα ζήσει, κι ας απέμεινε μισή
με όλη τη λύσσα που καρδιές μαινάδων κρύβουν
γιατί πνιγμένες από ζήλια και ντροπή
δεν έχουν μάτια που μπροστά στο φως ν'ανοίγουν
μονάχα χέρια, μπράτσα, δάχτυλα σχοινιά
που γύρω απλώνοντας ζητάν μόνο ν'αρπάξουν
σύννεφα-σώματα, αγκαλιάσματα-πουλιά
που τρομαγμένα μακριά τους θα πετάξουν
όπως πετάς και φεύγεις κάθε μέρα εσύ
όταν τα χέρια μου απλώνω να σ'αγγίξω
και δεν το ξέρεις πως βαθιά μου ο πόθος ζει
σαν μια αρρώστια που παλεύω για να κρύψω
Κι έτσι όπως έμεινε η Άχαρη Καρδιά
σφιχτά κλεισμένη σαν τη σφαίρα στη θαλάμη
δεν αξιώθηκαν τα χείλη στα φιλιά
χάδια δεν τόλμησε η άπληστη παλάμη
έμειναν μόνο τα δυό μάτια ανοιχτά
που αν ήταν στόμα θα ούρλιαζαν "σε θέλω",
"μείνε", "κράτα με αγκαλιά"
μα δε μιλούν, νύχτα τα σκέπασε σα βέλο...