ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΓΙΑ
Μάγια – Μαρία,
τόσες μέρες, τόσες νύχτες έχουν περάσει
από τότε που εσύ αποχαιρετούσες τον κόσμο,
γελώντας με δάκρυα
κι ένα φύλλο τετραδίου στο χέρι.
Της ψυχής τα μαντήλια δεν έχουν στεγνώσει,
τα χέρια δε βρήκαν ακόμα το σχήμα,
μιάς σεμνής χειραψίας, για σένα
κι όλο ψάχνουν….
Ακίνητη φιγούρα οι αγκαλιές απομείναν,
τη στιγμή που απλώναν τα χέρια να φτάσουν,
το λευκό σου καράβι, που χανόταν.
Κι όμως είναι χρόνος που έχει περάσει,
τόσα φεγγάρια είναι, τόσες νύχτες,
νύχτες με ημισελήνους που δεν είδες.
Άνοιξα τα βιβλία σου απόψε.
Βρήκα στα <<χνάρια του λαβύρινθού>> σου
ένα φύλο φτέρης φυλαγμένο
κι ένα διάφανο άνθος, μία ορχιδέα,
στην τρίτη σελίδα.
Τα χρώματα μωβ με μπλε αποχρώσεις,
σκούρυναν στο χρόνο μαζί μ’ ένα δάκρυ.
Κυοφορία η βαθιά θύμηση σου.
Άκουσα τη φωνή σου σαν σε όνειρο ξύπνου.
Χαμογελάστε φίλοι, είπες.
Γιατί εγώ, καθώς σας αποχαιρετούσα,
πήρα ένα μπουκέτο ποιήματα μαζί μου, στον ουρανό.
Τα έβαλα στα πόδια ενός Αρχαγγέλου,
να τα προσφέρει αυτός στον θάνατο,
να του στολίσει το μέτωπο.
Να επανθίσει, να λάμψει ο θάνατος
που δε πεθαίνει ποτέ,
που είναι αβάσταχτα αθάνατος και λυπημένος.
Μην τον φοβάστε φίλοι τον θάνατο,
έβαλε φωτοστέφανο τα ποιήματά σας
και πήρε λίγο φως και λάμπει τώρα
μέσα στη σκοτεινή τροχιά του.
Εσείς γλυκά μου <<θρύψαλα των άστρων>>
να μου φυλάξετε τα ποιήματά μου.
Σας τα χαρίζω όλα εκτός από ένα,
εκείνο που δεν πρόφτασα , που το είχα στα χείλη
αλλά δεν πρόφτασα να γράψω.
Δεν έφταναν οι λέξεις,
δεν έφταναν οι αναπνοές να το τελειώσω,
εκείνο το ξεχωριστό, το πιο ωραίο μου ποίημα.
Ακούτε φίλοι μου
να μου φυλάξετε τα ποιήματά μου.
Να τα δώσετε σε στέρεα χέρια
και καθαρά πρόσωπα,
με ανοιχτή ματιά να τα διαβάζουν.
Η αγονία χάθηκε φίλοι εδώ.
Μόνο απόσταση.
Μια φωτεινή ρωγμή σ’ ένα βαθύτατο σκοτάδι.
Μόνο το τίποτα του απείρου.
Εδώ, έχεις φτερά που δεν τα βλέπεις, δεν τα νιώθεις.
Όμως πετάς εδώ! αιωρείσαι!
Σαν ένα όνειρο είν’ εδώ, που το έχεις ξεχάσει,
που όλο προσπαθείς να το φέρεις στο νου κι όλο φεύγει.
Εδώ μόνο αδιόρατη νοσταλγία.
Ευδαιμονία εδώ, μέχρι θανάτου.
Χρώματα ξένα εδώ, που δεν τα ξέρεις,
δε ξέρεις να τα πεις με τα’ όνομά τους.
Γι αυτό ήρθα, μυστικά, εκεί
και πήρα, ένα στεφάνι με δάκρυα και χρώματα,
και χαμόγελα δικά σας.
Να έχω κάτι εδώ.
Αν δείτε κάπου έν’ άγραφο χαρτάκι,
πεταμένο, πάρτε το ευγενικά,
πείτε πως είσθε, σεις εγώ
και γράψτε κάτι με τον γραφικό μου χαρακτήρα,
με τα δάχτυλά μου, πείτε πως παίζετε ένα παιγνίδι.
Γράψτε κάτι στην τύχη, όπως, πονώ….
ή ξεριζώθηκα από ανέμους δικούς μου…
ή σε αγαπώ!…
Τα λευκώματα….
Ω τα λευκώματα των σχολικών μας χρόνων!…
Νοστάλγησα τόσο πολύ, ένα χαρτί
κι ένα μικρούτσικο μολύβι.
Γλιστράω κρυφά σε μια γωνιά και σας θυμάμαι,
εσείς θυμάστε το χαμόγελό μου.
Εγώ σας αγαπώ περ’ απ’ το χρόνο
εσείς θυμάστε τη φωνή μου.
Δε με παγίδεψε εμένα ο θάνατος.
Εγώ είμαι όλη μέσα σας.
Δε σας αφήνω εγώ.
Είμαι σε όλους τους ήχους
σε όλους τους ρυθμούς που ακούτε.
Εγώ είμαι μέσα στις σελίδες των βιβλίων,
μέσα στις λέξεις.
Τις νύχτες δραπετεύω με άλλο σώμα
κι έρχομαι να σας συναντήσω.
Σας στέλνω απόψε από τον ουρανό, ένα ποίημα.
Εκείνο το άγραφο, το μισοτελειωμένο,
που πριν φύγω, κρεμόταν από την άκρη των χειλιών μου.
Μητέρα ξέρεις, εγώ αποδήμησα,
σε άλλο τόπο, αιώνια μακρινό!
Της κόρης μου τα δάκρυα θέλω να μου φιλήσεις.
Λέτα Κουτσοχέρα