(Διονύσης Καψάλης)
1η Φεβρουαρίου 1993
μνήμη Χρήστου Βακαλόπουλου
Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,
πατημασιές θηράματος στα χιόνια.
Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,
για μια παρτίδα φως με τους αιθέρες.
Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες,
τοκίζοντας τους μαύρους ωροδείχτες,
και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων
με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.
Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι
για μια ζωή που μόλις μας ανήκει,
και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα
στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.
Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους
των φίλων οι σκιές με τα καλά τους,
κι από ψηλά κοιτάζουνε την πόλη,
ηλεκρικό, τις νύχτες, περιβόλι.
Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια
για κάποια παιδικά μας μονοπάτια,
κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του
σκοτάδια, προμηνύματα του αγνώστου.
Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω
να καρτερούμε φως καλοσυνάτο,
μας ψηλαφεί τ' αδιάφορό του ύφος
το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.
Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες, Χρήστο,
να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω·
μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου
στην παγωνιά σωπαίναμε του τάφου.
(Ανθοδέσμη - Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα, 1993)
XV.
Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μήνυμα φυγής ή κάποιου νόστου.
Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.
Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·
πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.
(Μέρες Αργίας, 1995)
Αυτοβιογραφία
Στον έρωτα νωρίς, αναφανδόν
κινδύνευσα κι εγώ να γίνω Δον.
Με μια μικρή βασίλισσα του Νείλου
μαθήτευσα στο ερώτημα του φύλου.
Οι νύχτες τότε έκαιγαν σαφώς
στα μάτια της με το δικό μου φως.
(Σε ποιά φωλιά συζυγική να κλαίει,
σπουδάζοντας του άλμπουμ της τα κλέη;)
Η Γιάννα, η Ελένη κι η Διδώ,
με κάτι απ' το καβαφικό "διδώ"
τις νύχτες μου σκορπούσαν στην κοιλιά τους,
ευλογημένο να 'ναι τ' όνομά τους.
(Γυναίκες που μας έφεραν στο αμήν,
η μέλλουσα, η τέως και η νυν.)
Καφενείο Α' Νεκροταφείου Αθηνών
Οι χάντρες σταματούν στα κομπολόγια,
και πέφτουν μαδημένα μόνο λόγια,
ή τίποτε. Γεμίζει τη σιωπή
ο θάνατος, ο φόβος, η ντροπή.
Φόβος γιατί 'ναι ο θάνατος μεγάλος,
ντροπή που ζεις και πέθανε ο άλλος.
Ρουφώντας το κονιάκη ή τον καφέ,
κάποιος θα ξεροβήξει, για εφέ,
και κάποιος εκ των γνώριμων Πιλάτων
μιλά περί ανέμων και υδάτων,
και κάποιος εκ των γνώριμων γνωρίμων,
μιλά περί θανάτου ως ειδήμων,
και κάποιος εκ των άφωνων κυρίων
κοιτάζει απλανώς μέχρι δακρύων,
και κάποιος ταλάντούχος νεανίας
λυπάται σε βαθμό λογοτεχνίας
("τον πήρανε, τον έραναν το βάρδο
οι μυροφόρες λίβανο και νάρδο".)
Σηκώνονται, φιλούν τους τεθλιμμένους,
με τρόπους φανερά συγκρατημένους:
"ήταν, πώς να σ' το πω, σαν αδερφός -
κι είναι σαν να μας έκοψαν το φως".
(Μπαλάντες Και Περιστάσεις, 1997)
Καρυδότσουφλα
κγ'
Ζω με το φόβο του θανάτου,
χρόνια στην άκαρπη σκιά του,
κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα
να ξημερώνει κάθε μέρα,
και να χωρίζει απ' το σκοτάδι
το φως, σαν το νερό απ' το λάδι.
Ναι, όταν ήμουνα παιδί
κρατούσα μαγικό ραβδί
και μάγευα τη λύπη - τότε
που δεν υπήρχε Χάρυ Πότερ
και με την παιδική χημεία
η αγάπη θα γινόταν μία,
με υλικά του κάτω κόσμου,
ίδια στο φόβο και στο φως μου.
κστ'
Κλαίγοντας ήρθαμε, λυγμοί
ντύνουν την πρώτη μας στιγμή
εδώ, και πέφτουμε ένας ένας
στην ανθρωπότητα της γέννας
και στου φωτός τη θαλπωρή·
κι αν κάποιος μάς επιτηρεί
από το έμβρυο ως το γήρας,
γεννήτωρ μας και μαιευτήρας,
και αν κάποιος μάς παρηγορεί
όταν το φως υποχωρεί
και γέρνουμε όλοι προς το βράδυ
αργά γεμίζοντας σκοτάδι -
άδηλο· μένει η αναπνοή
κι ό,τι ο καθένας εννοεί.
(Από Λεπτότατη Οδύνη, 2003)
Υστεροφημία
Ω, ναι, τον ήξεραν - τον ήξεραν καλά
τον ποιητή που η πόλη σήμερα τιμά,
ήταν, πως να το κάνουμε, δικός τους,
γνωστός με τους γνωστούς και τους αγνώστους·
κυρτός και μάλλον άσχημος, με μύτη
γαμψή και ύφος λίγο σαν να πλήττει,
τον έβλεπαν συχνά στους περιπάτους,
ν' αναταποδίδει το μειδίαμά τους,
να υψώνει το καπέλο του, να χαιρετά,
την κοινωνία που συσχέτιζε κουτά,
δικός τους, ναι, μα ομολογουμένως,
κάπως στρυφνός κι απόμακρος σαν ξένος,
όχι πως ήταν ακατάδεχτος, μα να,
στα ωραία, μεγάλα μαύρα ή καστανά
μάτια του έπαιζε μια ειρωνεία,
σαν να 'βλεπε τον κόσμο υπο γωνία,
κι ήξερε ήδη τί κουμάσια ήταν αυτοί
που θα τον έστεφαν δικό τους ποιητή.
(Στον Τάφο Του Καβάφη, 2003)