Αποστολέας Θέμα: Ποίηση  (Αναγνώστηκε 109476 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #225 στις: 03/09/06, 19:27 »
Μάριος Μαρκίδης (1940-2003) ("γενιά" του '60)
Από τους "άγνωστους".

Δεν ήταν τ' όνειρο αυθεντικό
αλλιως γιατί, Χριστέ μου, σάπισε σαν πτώμα;
Το πρόσωπο της πολιτείας πολύ γλυκό
μια κούραση αβάσταχτη στο στόμα.

Ανόητες παγίδες φεγγαριού
τις γύρισε η άσφαλτος κομμάτια.
Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού
με φλογισμένα απ' την αγρύπνια μάτια.

Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού
αίμα αδέξια χυμένο
η νύχτα φύτρωσε παντού
άλλο μη λες: "Θα επιμένω".
[...]
Τα λόγια μείναν ανεκπλήρωτα
και τα ποιήματα κατάντησαν να λεν αντίο.
Αν είναι ν' αφήνεις τα μάτια σου ανοχύρωτα
στη μοναξιά, κλείσ' τα σα δύσκολο βιβλίο.
(Προσήλωση, 1966)

***

Σε σένα, μικρή μου Βεατρίκη, στηρίζει κάθε ποιητής τις ελπίδες του.
Εμένα προσωπικώς με φάγανε οι δρόμοι σου κι ούτε ένα ποιήμα.
(Λυρική Πλάνη, 1960/1970)

***

- Δεν θα ξαναϊδωθούμε πάνω στη γη
και το κορίτσι έκλαιγε
η βραδινή ψύχρα ακουμπούσε στο παγκάκι και το κορίτσι έκλαιγε
ο θυρωρός εμβρόντητος μέτραγε τα φιλιά

Τ' απελπισμένα είναι τα πιο καλά ποιήματα.

Νύχτες που κρύωνα ψάχνοντας τα μάτια σου
και τα μπαλκόνια έτρεχαν αφιλόξενα νερά
άραξα σ' αυτή την αμμουδιά

Νέους απελπισμένους ο τόπος δεν χωράει.
Πάνω στη γη δεν θα ιδωθούμε πια
οι μέρες γυρίζουν και μας αλέθουν
κολυμπάμε στους δρόμους παράλυτα μαλλιά
ονειρεύτηκα το σώμα σου στο φαράσι του Σεπτέμβρη.
(Ονειροκρίτης, Εις Ηλικίαν Μόλις Τριανταπέντε Χρόνων, 1975)

***

Βιάζονται Κύριε μου να γράψουν ποιήματα και να γιατρευτούν
δεν έπρεπε να βιάζονται. Τα χέρια σου
μας έχουν όλους
τα χέρια σου ορίζουν τα δάκρυα και τα ποιήματα.
Δεν ορίζουν το σήμερα τα χέρια σου ορίζουν το χτες
εκείνον τον τρελό από έρωτα που έσβησε το φως και μπήκε
μόνος του στον τάφο της Μυτιλήνης
τον πρίγκηπα που άφησε για το Θεό το θρόνο του
κι ύστερα έπεσε η νύχτα σαν κουβέρτα και τον έφαγαν τα πουλιά
- όχι εκείνο που λέμε με εκείνο που μας λέγεται.

"Πολλοί οι σκοτωμένοι πριν πεθάνουν"
πολλών ασπρίζουν τα μαλλιά και την άλλη μέρα πέφτουν
Ουρανία μαλλιά και Ουρανία χείλη και μαξιλάρια του Απρίλη

να τα κρατήσουν στη ζωή τα ονόματά μας
να πλύνουμε το αίμα με μελάνι
καθώς στα σκοτεινά η πληγή βαθαίνει

Βιάζονται Κύριε μου να φύγουνε στις λέξεις.
(Μέρες του 1978, Βιβλίο Παραπόνων, 1978)

***

Στα άγρια στα σκοτεινά
ο έλλην ξεσπαθώνει
στα άγρια στα σκοτεινά χτυπούν
των πεθαμένωνε τα δόντια
η αθάνατη ψυχή τους χύνει μαύρα δάκρυα
(ωχ αδερφέ, είπε ο Ιάγος, το σώμα κλαίει περισσότερο.)
(Ο Αχιλλέας στον Άδη, Ποιήματα Προτέρου Εντίμου Βίου, 1989)
« Τελευταία τροποποίηση: 03/09/06, 20:08 από kain »

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #226 στις: 03/09/06, 20:07 »
(Μάριος Μαρκίδης)

Σκότος επί γης Αιγύπτου... Ζούμε στην εποχή
                             των παχειών αγελάδων.


Πάμε να δούμε, ρε παιδιά, το λύκο -
Ποιο λύκο ρε βλαμμένε λένε οι σύντροφοι,
ο μόνος κάπως λύκος που απόμεινε διάγει τις ημέρες του στην πρωτεύουσα νομού
πίσω απ' το συρματόπλεγμα πίσω απ' τον προβολέα
τρώει και κοιμάται τρώει και παχαίνει τρώει και δυστυχεί

δυο τσιγάρα απ' το Βελούχι

Ο λύκος θέλει νε πέσει χιόνι, θέλει να κρυφτούν τα πρόβατα
- θέλει να έρθει να πεινάσει
ο λύκος θέλει το κυνήγι
(Ο λύκος, Μεταξύ Σινά Και Αιλείμ, 1993)

***

Για να γίνουμε ταπεινοί θα πρέπει ν' αρκεστούμε στα εφηβικά μας σφαιριστήρια.
Στο γκαρσόνι Νίκος
στη θερινή Αρμονία όπου ο Τώνης Μαυρούδας σιγοντάριζε τον πασατέμπο
Μετά η στάση του λεωφορείου κι ο δυστυχής Μιχάλης της παρέας μας να χάνει για δευτερόλεπτα το τελευταίο
και να υποχρεούται ως εκ τούτου να βγάλει την αθεόφοβη ανηφόρα με ορθοπεταλιά -
[...]
Να λέμε παρών -
θέλεις στο Χαλάνδρι, θέλεις στο Θησείο, θέλεις στα Ψηλάλωνια
στο Λιμανάκι της Αγάπης που μια φορά χάσαμε το ρολόι μας

Να μη ζητάμε το λογαριασμό γιατί στο τέλος κι ακριβά
πληρώσαμε και ταπεινοί δεν γίναμε.
(Για να γίνουμε ταπεινοί, Ποιήματα Με Ημερομηνία Λήξεως, 1995)

***

Κάπως λοξός, ουζ ήττον όμως και δεινός στοχαστής
- έτσι σε εκλαμβάνουν οι σημερινοί αγιογράφοι -
Κλειστός άνθρωπος ο Άμλετ. Πνευματικά ασταθής.
Μιλάει για να ζει και ζει μόνο για να γράφει.

Προνόμια δικά μου καταχράται αυτός ο ποιητής.
Ονειρεύεται, μας λέει, διαρκώς τα ονειρά του
της φτηνής πραγματικότητας δήθεν αρνητής:
Ψέματα. Απλώς παρακμάζει η μπογιά του.
(Παράπονο του τρελού, Βαποράκια, 1999)

***

Τί πάει να πει, σε ρωτάω, "εμείς που απομείναμε";
Ποιοί ημιτελείς στίχοι
ποιά σκουπίδια του μέτρου
είμαστε δηλαδή εμείς;
Αρμενίσαμε στο άπειρον, ξεχάσαμε τις προθεσμίες, γλυτώσαμε.
Το ζάρι δεν μας θέλει.
Δεν τολμώ να σ' αγαπώ πια
με είδες
να ξερνάω ουίσκι κι ουτοπίες στους γάμους του Αινεία

Αχ εσύ που έπεσες στη δυσμένεια του χρόνου
θα σ' αρνηθώ εκ των πραγμάτων τρεις φορές όπως αρνούνται οι αφίσες την επόμενη της γιορτής τους
και περνάνε χρόνια και ζαμάνια άδοξα
Θα σ' αρνηθώ σαν το βρεγμένο παγκάκι
όπου καθήσαμε φαντάροι
να καπνίσουμε το τελευταίο μας καρέλια
- το τελευταίο του κόσμου σιωπητήριο [...]
(Έκπτωτος, Παρά Ταύτα, 2002)
 

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #227 στις: 15/09/06, 20:26 »
      ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Η ΚΑΡΔΙΑ

Ένα παλικάρι ήτανε μια φορά,
που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά.

Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά,
«ζήτα μου ο,τιδήποτε» τής λέει τρυφερά.

«Αν μ' αγαπάς» τού είπε, με νάζι και καημό,
«την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ»

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του,
ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του.

«Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν' αφήσω»
«Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω»

Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο,
μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ' τον πόνο.

«Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;»
γυμνή η καρδιά τού μίλησε, προτού να ξεψυχήσει.

Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της,
«να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της.

Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει,
«μήπως θα 'ταν καλύτερο να μού τη φέρεις Μάη...»

Alice Tori
« Τελευταία τροποποίηση: 22/09/06, 19:57 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #228 στις: 15/09/06, 20:55 »
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!

Άγγελος Βλάχος
 
« Τελευταία τροποποίηση: 22/09/06, 20:08 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος juliad

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 390
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Μωρά μου είστε τα θαύματα που μου χουνε προσφέρει
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #229 στις: 15/09/06, 22:48 »
Απαρηγόρητη

Βγάλε μες απ'τη νύχτα το φεγγάρι
και τ'άστρα που'ναι μια παρηγοριά,
και δες τη νύχτα απαρηγόρητη.
Έτσι την είδα την ψυχή μου μια βραδιά,
κι έπεσα καταγής και προσκυνούσα,
μα η προσευχή μου ,δεν ακούστηκε..

Δεόμουν σαν να περπατούσα
σε μια απέραντη έρημο,
ρευστή και άηχη,
όπου σβήνουν δίχως να ακουστούν
τα βήματα του ανθρώπου.

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μηδ'όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ ,αγαπήσει..

Φώτης Αγγουλές
« Τελευταία τροποποίηση: 15/09/06, 22:53 από juliad »
Απο περιέργεια υπάρχω
και απο καραγκιοζλίκι

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #230 στις: 16/09/06, 10:35 »
Πόσο όμορφα νιώθω ζώντας μαζί σου, Κύριε!
Πόσο άνετα νιώθω να πιστεύω σε Σένα!
Όταν το πνεύμα μου λυγίζει και παύει να καταλαβαίνει,
όταν οι εξυπνότεροι άνθρωποι
δε βλέπουν πέρα από το τέλος της μέρας
και αγνοούν το τι θα κάνουν την επόμενη,
Συ μου στέλνεις την ξάστερη σιγουριά της ύπαρξής Σου
και της φροντίδας Σου,
για να μην κλείσουν όλες οι πόρτες του Καλού.
Φτάνοντας στην κορυφή της επίγειας δόξας,
στρέφομαι κι αντικρίζω με έκπληξη το δρόμο που διάνυσα,
και που ποτέ δεν θα είχα ανακαλύψει ολομόναχος.
Ένα δρόμο εκπληκτικό,
που μέσα από την απελπισία
με οδήγησε στον τόπο εκείνο,
απ’ όπου μπόρεσα να στείλω στην ανθρωπότητα
την ανταύγεια των ακτίνων Σου.
Και θα συνεχίσω να τις αντικαθρεφτίζω,
όσο τούτο είναι απαραίτητο.
Κι αν δεν έχω πια καιρό,
αυτό θα σημαίνει
πως θα αναθέσεις σε άλλους να το κάνουν.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ
            (Βραβείο Νόμπελ 1970)
« Τελευταία τροποποίηση: 22/09/06, 19:56 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #231 στις: 19/09/06, 19:24 »
Κι αν κάνω έρωτα…γιατί;
Γιατί η ανθρώπινη μου ύπαρξη
γίνεται ένας πλανήτης γη,
ποτάμια ρέουν στο κορμί μου,
χείμαρροι ποτίζουν τα βουναλάκια,
στα στήθη μου, την κοιλιά,
τα μπούτια μου, το αιδοίο...
Γιατί  πρασινίζουν τα δαιδαλώδη
και άγρια δάση του μυαλού μου.
Γιατί αναβλύζουν μέσα μου ηφαίστεια
κι’ απλώνουν εύφορη ύλη.
Γιατί σεισμοί ταρακουνάνε τις πλάκες του εσώτερού μου.
Γιατί στρόβιλοι μουσσώνων λικνίζουν το κορμί μου.
Γιατί ψαράκια μου δαγκώνουν τις πατούσες…
Γιατί τραγάκια σκαρφαλώνουν
στις πέτρες μου και στα γκρεμνά μου,
να γευτούν, τα πιο τρυφερά κλαράκια των άκρων μου.
Γιατί λατρεύω όλα τα κύτταρά μου
και τα κύτταρά σου και μπορώ  να τα νοιώσω,
να τα φάω, να τα γλύψω, να τα μυρίσω…
Γιατί μπορώ ν’ ανοίξω τόσο το κορμί μου, σε όλα·
σαν να είμαι άυλη και συνάμα, τόσο ηδονικά υλική.

Γιατί είμαι Θεός του εαυτού μου
και προκαλώ, μαζί σου ένα Θαύμα…
που κρύβει μέσα του χιλιάδες…

ΥΓ:…γιατί γίνεσαι πανέμορφος;

Άννα Καραγεωργιάδου
[/b]
« Τελευταία τροποποίηση: 07/10/06, 10:11 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #232 στις: 22/09/06, 19:51 »
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Μη με ρωτάς
πότε γεννήθηκα
ή πόσο χρονών είμαι.
Έζησα μέρες πολλές
που είχαν χιλιάδες ώρες.
Ώρες βαθύτατες έζησα
που είχαν χιλιάδες μέρες.
Η αγάπη,
δε μετριέται η αγάπη.
Η αναμονή,
δε μετριέται η αναμονή.
Εκατομμυρίων χρονών
εγώ μπορεί να είμαι.
Γι’ αυτό μη σταθμίζεις το χρόνιο
με μαθηματικές πράξεις,
ρυτίδες
και ημερομηνίες.

Λέτα Κουτσοχέρα
[/b]
« Τελευταία τροποποίηση: 22/09/06, 19:55 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος juliad

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 390
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Μωρά μου είστε τα θαύματα που μου χουνε προσφέρει
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #233 στις: 23/09/06, 14:08 »
    ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ

Τα μέρη ξαναβλέπω όπου έχω κλάψει-
λες κι είναι χαμόγελο αυτό το κλάμα.
Τα μέρη ξαναβλέπω όπου γελούσα-
το γέλιο αυτό,λες και με δάκρυ μοιάζει.

Giovanni Pascoli
Απο περιέργεια υπάρχω
και απο καραγκιοζλίκι

Αποσυνδεδεμένος akarayan

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 132
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • Δισκογραφημένη Στιγουργία
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #234 στις: 03/10/06, 14:31 »
                                                            ΗΝΙΟΧΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Και ο Ηνίοχος
με άπειρα μάτια
στο άγνωστο πέρας
το άρμα του οδηγεί.
Έχει στην άκρη των χειλιών
πίκρα του χωρισμού
νόστου το μειδίαμα.
Στα ωραία του μαλλιά δεμένη τη σιωπή.

Στις γλυφές του ενδύματος
κρυμμένη την ευγένεια των κινήσεων.
Στα γυμνά πέλματα
την σταθερότητα των βημάτων.
Ευλύγιστα δάχτυλα
αναζητούν αρμονίες διαστημάτων.

Ικέτιδα κόρη
τρέχει μπρος – πίσω
σε ακτινωτά μονοπάτια
σημεία ζητώντας
την αγνότητα να διαφυλάξει.
Και ο Κιθαρωδός Απόλλωνας
ανεβαίνει ήσυχα
μεσ’ από τις πτυχές
των μεταξωτών φορεμάτων
που καλύπτουν το σφριγηλό μυστικό σώμα.

Ω, ανοξείδωτες ώρες.
Ώρες αιώνων ανοξείδωτες.

Λέτα Κουτσοχέρα.
1ο  βραβείο της Διεθνούς Ακαδημίας προς Διάδοση
του πολιτισμού (Ρώμη) στο Συνέδριο για τα 70 χρόνια από την ίδρυση της, στην ΟΛΥΜΠΙΑ 1996.[/b]
« Τελευταία τροποποίηση: 03/10/06, 14:36 από akarayan »
Η μουσική, εξευγενίζει την ψυχή, εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου, κάνοντας τον να ξεχωρίζει μέσα στην Δημιουργία.
stixos.blogspot.com

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #235 στις: 10/10/06, 14:41 »
Διονύσης Καψάλης (1952- ) (τυπικά "γενιά του '80", ουσιαστικά νεολυρισμός)

Β'

Δεν ήταν πάντοτε έτσι:
η νύχτα να μοχθεί να γίνει μέρα
ο θάνατος της μέρας κάθε μέρα
τόσο φως που αυτοκτονεί μέσα στα μάτια
στον ύπνο κι έξω από τον ύπνο
με τη χρυσήλατη περόνη
το μέσα έξω τόση οδύνη, τόσο
κόκκινο εξόριστο σε μαύρες επιφάνειες
ν' αυτοβιογραφείσαι, τόσες
γράφοντας, ασώματες φτερούγες
τόσα σώματα που γίνονται μομφή
στο βύθος με τους μύθους άλλου κόσμου.

And Ezra Pound blind as a bat
broadcasting, with a broken mind
κι άπτερες νίκες μπήγονται
σε κάθε ράχη ολόμαυρη
οι σουβλερές φωνές.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι:
χαϊδεύοντας τις λέξεις μην τρομάξουν.

(Βιβλίο Πρώτο, 1982)

Προσωρινό Τέλος

Κι έμεινες ανέκφραστος, σαν παρεξηγημένο οδόσημο
δεν πρόσεξαν τί έγραφε, την ξαφνική στροφή
πιο κάτω καθώς στένευε ο δρόμος στις κακοτοπιές -

δεν διέκριναν την πόλη που λάμποντας ανήγγειλες
πήγα να πω που ευαγγελίστηκες, στην καταχνιά
πήγαν αλλού οι προσκυνητές, βολεύτηκαν ή γύρισαν

να επανορθώσουν όταν πια είχε σβήσει τ' όνομα
η απόσταση, η ταχύτητα, η υπερβολή, το θράσος
και κάθε είδους διάθεση για παλιγγενεσία.

(Ακόμη Μια Φορά, 1986)

ΧΙΙΙ.

Προβάλλεις μέσ' απ' τη σιωπή του μέλλοντός μου,
μια τρυφερή περίπτωση ασυδοσίας,
σαρκαστικό υπόλοιπο της νοσταλγίας,
κι ό,τι δεν ζήσαμε μαζί αίτημα κόσμου.

Δώσε μια μικρή παράταση θριάμβου,
κάτι σαν πίστωση του αγνώστου, περισσεία,
ν' ασκούν τα μάτια σου κρυφή λεηλασία,
κι 'ο,τι φτωχαίνει να παιχτεί, ρυθμός ιάμβου.

"Μου λείπεις" έγραφες, "νιώθω μισή, σαν λάθος":
λέξεις φωνής υποτελείς σε κάποιο βάθος
ανεξαργύρωτο, έντοκη συνουσία·

χρεοκοπήσαμε και πρέπει να εξοφλήσω
το άλλο μισό σε τρέχουσα μυθολογία,
ιδίοις αναλωμάσιν να σ' αγαπήσω.

(Δίγaμα, 1988)

Κρυώνουμε, πατέρες, μας σαρώνουν
διατάγματα θανάτου· τις αργίες
τα σώματα πονούν και ζευγαρώνουν·
σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες,
φοβόμαστε και μας κατευοδώνουν
στις παγερές του σύμπαντος βεγγέρες
κυρίες των δυνάμεων, μητέρες.

[...]
Στηρήχτικεν η κλίμακα στη γή μου
μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη·
κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μου
ο αγώνας των αγγέλων, που απ' τα βάθη
μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μου·
κι έπεφτε αργά σαν στάχτη ή βασιλεία
των ουρανών στην άδεια πολιτεία,

και σκέπασε τις μέρες μου σαν φάσμα
η λύπη σας, πατέρες, κι η σοφία,
μα κράτησα για μια στιγμή στο χάσμα
του κόσμου που αποσύρθηκε με βία
μια δόξα που λαμπάδιασε σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με μαζί σου
στο φως του τεχνητού σου παραδείσου.

(Υπό Κλίμακα, 1991)

ΙV.

Ο έρωτας, λοιπόν, μας εξισώνει
απόλυτα, σαν να 'μαστε φαντάροι,
μονάχα προς τα πάνω, προς τη χάρη
του κόσμου που δεν πλάστηκε με σκόνη.

Μα όταν των μαλλιών σου την περόνη
θα βγάλεις, σαν ιππότης που 'χει πάρει
απ' το φιλί σου ξίφος και δοξάρι
κλίνω μπροστά στη γύμνια σου το γόνυ.

Το ξέρω πως συχνά η προδοσία
σαρώνει ό,τι τίμησε ο Πετράρχης,
σαν να περνούν στρατιές απ' την Ασία·

μα βλέπω, μες στα μάτια σου μονάρχης,
σε βάθος παραδείσου την αγχόνη
και σ' αγαπώ μ' αυτό που με σκοτώνει.

(Αισθηματική Αγωγή, 1993)

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #236 στις: 10/10/06, 14:42 »
(Διονύσης Καψάλης)

1η Φεβρουαρίου 1993

μνήμη Χρήστου Βακαλόπουλου

Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,
πατημασιές θηράματος στα χιόνια.

Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,
για μια παρτίδα φως με τους αιθέρες.

Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες,
τοκίζοντας τους μαύρους ωροδείχτες,

και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων
με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.

Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι
για μια ζωή που μόλις μας ανήκει,

και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα
στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.

Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους
των φίλων οι σκιές με τα καλά τους,

κι από ψηλά κοιτάζουνε την πόλη,
ηλεκρικό, τις νύχτες, περιβόλι.

Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια
για κάποια παιδικά μας μονοπάτια,

κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του
σκοτάδια, προμηνύματα του αγνώστου.

Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω
να καρτερούμε φως καλοσυνάτο,

μας ψηλαφεί τ' αδιάφορό του ύφος
το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.

Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες, Χρήστο,
να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω·

μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου
στην παγωνιά σωπαίναμε του τάφου.

(Ανθοδέσμη - Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα, 1993)

XV.

Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μήνυμα φυγής ή κάποιου νόστου.

Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.

Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·

πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.

(Μέρες Αργίας, 1995)

Αυτοβιογραφία

Στον έρωτα νωρίς, αναφανδόν
κινδύνευσα κι εγώ να γίνω Δον.

Με μια μικρή βασίλισσα του Νείλου
μαθήτευσα στο ερώτημα του φύλου.

Οι νύχτες τότε έκαιγαν σαφώς
στα μάτια της με το δικό μου φως.

(Σε ποιά φωλιά συζυγική να κλαίει,
σπουδάζοντας του άλμπουμ της τα κλέη;)

Η Γιάννα, η Ελένη κι η Διδώ,
με κάτι απ' το καβαφικό "διδώ"

τις νύχτες μου σκορπούσαν στην κοιλιά τους,
ευλογημένο να 'ναι τ' όνομά τους.

(Γυναίκες που μας έφεραν στο αμήν,
η μέλλουσα, η τέως και η νυν.)

Καφενείο Α' Νεκροταφείου Αθηνών

Οι χάντρες σταματούν στα κομπολόγια,
και πέφτουν μαδημένα μόνο λόγια,

ή τίποτε. Γεμίζει τη σιωπή
ο θάνατος, ο φόβος, η ντροπή.

Φόβος γιατί 'ναι ο θάνατος μεγάλος,
ντροπή που ζεις και πέθανε ο άλλος.

Ρουφώντας το κονιάκη ή τον καφέ,
κάποιος θα ξεροβήξει, για εφέ,

και κάποιος εκ των γνώριμων Πιλάτων
μιλά περί ανέμων και υδάτων,

και κάποιος εκ των γνώριμων γνωρίμων,
μιλά περί θανάτου ως ειδήμων,

και κάποιος εκ των άφωνων κυρίων
κοιτάζει απλανώς μέχρι δακρύων,

και κάποιος ταλάντούχος νεανίας
λυπάται σε βαθμό λογοτεχνίας

("τον πήρανε, τον έραναν το βάρδο
οι μυροφόρες λίβανο και νάρδο".)

Σηκώνονται, φιλούν τους τεθλιμμένους,
με τρόπους φανερά συγκρατημένους:

"ήταν, πώς να σ' το πω, σαν αδερφός -
κι είναι σαν να μας έκοψαν το φως".

(Μπαλάντες Και Περιστάσεις, 1997)

Καρυδότσουφλα

κγ'

Ζω με το φόβο του θανάτου,
χρόνια στην άκαρπη σκιά του,

κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα
να ξημερώνει κάθε μέρα,

και να χωρίζει απ' το σκοτάδι
το φως, σαν το νερό απ' το λάδι.

Ναι, όταν ήμουνα παιδί
κρατούσα μαγικό ραβδί

και μάγευα τη λύπη - τότε
που δεν υπήρχε Χάρυ Πότερ

και με την παιδική χημεία
η αγάπη θα γινόταν μία,

με υλικά του κάτω κόσμου,
ίδια στο φόβο και στο φως μου.

κστ'

Κλαίγοντας ήρθαμε, λυγμοί
ντύνουν την πρώτη μας στιγμή

εδώ, και πέφτουμε ένας ένας
στην ανθρωπότητα της γέννας

και στου φωτός τη θαλπωρή·
κι αν κάποιος μάς επιτηρεί

από το έμβρυο ως το γήρας,
γεννήτωρ μας και μαιευτήρας,

και αν κάποιος μάς παρηγορεί
όταν το φως υποχωρεί

και γέρνουμε όλοι προς το βράδυ
αργά γεμίζοντας σκοτάδι -

άδηλο· μένει η αναπνοή
κι ό,τι ο καθένας εννοεί.

(Από Λεπτότατη Οδύνη, 2003)

Υστεροφημία

Ω, ναι, τον ήξεραν - τον ήξεραν καλά
τον ποιητή που η πόλη σήμερα τιμά,

ήταν, πως να το κάνουμε, δικός τους,
γνωστός με τους γνωστούς και τους αγνώστους·

κυρτός και μάλλον άσχημος, με μύτη
γαμψή και ύφος λίγο σαν να πλήττει,

τον έβλεπαν συχνά στους περιπάτους,
ν' αναταποδίδει το μειδίαμά τους,

να υψώνει το καπέλο του, να χαιρετά,
την κοινωνία που συσχέτιζε κουτά,

δικός τους, ναι, μα ομολογουμένως,
κάπως στρυφνός κι απόμακρος σαν ξένος,

όχι πως ήταν ακατάδεχτος, μα να,
στα ωραία, μεγάλα μαύρα ή καστανά

μάτια του έπαιζε μια ειρωνεία,
σαν να 'βλεπε τον κόσμο υπο γωνία,

κι ήξερε ήδη τί κουμάσια ήταν αυτοί
που θα τον έστεφαν δικό τους ποιητή.

(Στον Τάφο Του Καβάφη, 2003)

Αποσυνδεδεμένος juliad

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 390
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Μωρά μου είστε τα θαύματα που μου χουνε προσφέρει
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #237 στις: 10/10/06, 14:50 »
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου.

«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
Χρόνια  ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες  που έχεις αναθρέψει
κάτω απο ξένους ουρανούς
μακριά απ’τον τόπο τον δικό σου.»

«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση
κι οι λόφοι  μοιάζουν με πεζούλια.
Κι όμως σαν είμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω απ’τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος .»

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις.
Θ’ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμα σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ΄τον θόλο των πλατάνων.
Σιγά-σιγά θα’ρθουν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.»

«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’τον κισσό.
Γυρεύω την αρχαία κολώνα που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πως θες να μπώ σ’αυτή τη στάνη;
Οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.»

«Παλιέ μου φίλε δεν ακούς;
Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
Το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
Κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.»

«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
Σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λές   
όσο μιλάς τ’ανάστημα σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι  στο χώμα.»

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου.
Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
Η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους
έξω απ’τη γης κι απ’τους ανθρώπους.»

«Πια δεν ακούω τσιμουδιά
Βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
Παράξενο πως χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
Εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανιφόρα.»

Γιώργος Σεφέρης
Απο περιέργεια υπάρχω
και απο καραγκιοζλίκι

lora_pap

  • Επισκέπτης
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #238 στις: 12/10/06, 18:49 »
«Τάφος» του Κωστή Παλαμά
Αυτό το ποίημα με έκανε να ξεχωρίσω ακόμα πιο πολύ τον Παλαμά. Αφού το έγραψε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του μετά από τον θάνατο του μικρού Άλκη.

 
Ήσυχα και σιγαλά,                           
διψώντας τα φιλιά μας,                     
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.

Ως κ’ η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνίδια καλοσύνη
κ’ ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ’ εκείνη.

Ήσυχα και σιγαλά
σε χάϊδευεν ο αέρας
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.

Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.

Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά του αυγερινού
και φως του αποσπερίτη.

Ήσυχα και σιγαλά,
φεγγάρια, ώ στόμα, ώ μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεβάτι.

Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μεσ’ απ’ την αγκαλιά μας.

Ήσυχα και σιγαλά,
ώ λόγε, ώ στίχε, ώ ρίμα
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα.

Τα μαλλιά σου ολόχυτα
στο πρόσωπο σου γύρω
ξάπλωσαν στην όψη σου
μιας αγιοσύνης μύρο.

Και στο μετωπάκι σου,
μόλις η θέρμη εφάνη,
γίνηκαν ακάνθινο
μαρτυρικό στεφάνι!

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω. 
Στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια,

μήπως και του χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτα να μη πάρεις.

Κι αν διψάσεις μη το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο
μικρό σαν χελιδόνι,
κι άρματα δε σε βροντάν
παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το σουλτάνο
γλίστρησε σιγά κρυφά
και πέταξε εδώ πάνω,

και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας, ώ ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησε μας.

Mana Sama

  • Επισκέπτης
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #239 στις: 12/10/06, 19:01 »
Εγώ γράφω ποίηση... Μπορείτε να βρείτε κάποια έργα μου στο "δικοί μας στίχοι και ποιήματα" ή στο http://alexvankuik.deviantart.com/gallery/
Γενικά μ'αρέσουν πολύ ποιητές, Έλληνες και μη, αλλά ξεχωρίζει ο Edgar Allan Poe.

lora_pap

  • Επισκέπτης
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #240 στις: 13/10/06, 17:18 »
«Στον ηρωικό Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Αντ. Βλαχάκου που έπεσε στα Ίμια στις 31-1-1996»
από το βιβλίο ΜΑΝΗ Ο σκληρός τόπος με το αξεπέραστο μεγαλείο του Σταύρου Β. Μπόφου

Η ΜΑΝΗ, Μάνα στοργική, σ’ έχει στην αγκαλιά της
και η Ελλάδα αμάραντο στεφάνι σου φορά,
μαζί με τ’ άλλα αθάνατα ηρωικά παιδιά της,
που η δόξα την ανδρεία τους περήφανα κρατά.

Συνεχιστής παράδοσης, πιστός στα ιδεώδη
όπως εγαλουχήθηκες στη μητρική αγκαλιά,
στο αίσθημα καθήκοντος και στα μεγαλειώδη
τα πεπρωμένα της φυλής τα όσια κι ιερά.

Έκαμες μια ασήμαντη μικρή βραχονησίδα
να γίνεις μεγαλόνησος, στον κόσμο ν’ ακουστεί
κι έγινηκε περήφανη η ταπεινή πατρίδα,
η τόλμη κι η θυσία σου τη γέμισαν τιμή.

Στο γαλανό σε τύλιξε του Αιγαίου το σεντόνι,
θαλασσοπούλι και αητέ, αθάνατος να γίνεις,
του ελικοπτέρου να κρατάς αιώνια το τιμόνι
και σ’ όλους τους νεότερους παράδειγμα να δίνεις.

Για την πατρίδα ο θάνατος γίνεται γλεντοκόπι
και τραγουδιέται σε χαράς μεθυστικό γιορτάσι,
καθήκον και παλικαριά δένονται σταυροκόμπι
κι ανοίγουν τα παράτολμα φτερά που έχει η δράση.

Ο Χάρος είναι φοβερός τον συνοδεύει ο πόνος,
στους ήρωες χαρίζεται και γίνεται γλυκός
και τους αφήνει άφθαρτους ο δαμαστής ο χρόνος.
Φάροι γίνονται άσβεστοι π’ ανέσπερο έχουν φως.

Έπεσες, Υποπλοίαρχε, σαν γνήσιος Μανιάτης
των ιερών προγόνων μου λαμπρός συνεχιστής,
με την καρδιά ατσάλινη και την ψυχή γεμάτη
με τα ωραία ιδανικά της πατρικής μας γης.
 
Καλό ταξίδι όμορφο του Ταϋγέτου αηδόνι
που στην αυγή της νιότης σου σού πήραν την χαρά,
τη δόξα σου όμως τίποτα τώρα δεν την στομώνει
κι η Ιστορία σε κρατά σ’ ολόχρυσα φτερά.

Ίδιες ανήκουνε τιμές στους άλλους δυο γενναίους
που ο θάνατος σας έκανε ηρωική τριάδα,
και στον καθένα χάρισε το στέφανο του κλέους
που στο κεφάλι σας περνά περήφανα η Ελλάδα.

lora_pap

  • Επισκέπτης
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #241 στις: 16/11/06, 19:27 »
Δημήτρης Ραβάνης - Ρέντη <Ανώτατες Σπουδές>

Σταματήσανε τα μαθήματα
να κάνουν ανώτατες σπουδές στους δρόμους
Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα
οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο
οι νομικοί κάνουν πρακτικοί εξάσκηση στο δίκιο
οι μαθηματικοί μετρούν της δυνάμεις
οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλιοκύκλους
οι φυσικοί ελέγχουν την σύνθεση του αίματος
οι ζωγράφοι,
με το κααλέτο τους στημένο μπροστά στο τανκς,
ζωγραφίζουν τον θάνατο.

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #242 στις: 24/11/06, 08:43 »
Παπ' ότι θεωρώ το Καρυωτάκη κορυφαίο στο είδος του, παρτε λίγο Δημήτρη Παπαρηγόπουλο(1843-1873), αμφιλεγόμενο ποιητή, αγαπημένο του Παλαμά και ισχυρή πένα σε πο΄λλά καλύτερη και απο το Καρυωτάκη.
Μερικές καλοπροαίρετες παρατηρήσεις.
Δεν είναι τόσο ο Παπαρρηγόπουλος αυτός καθαυτός που είναι αμφιλεγόμενος, όσο ολόκληρη η Ρομαντική "Σχολή" των Αθηνών (1830-1880), που ουδέποτε ανθισε στην Ελλάδα, της οποίας υπήρξε ακραίος εκφραστής (μαζί με τον Σπ. Βασιλειάδη). Είναι χαρακτηριστικό πως ελάχιστες αναφορές γίνονται γενικότερα στους ποιητές αυτής της γενιάς, διόλου παράξενο, μια και ακολούθησαν οι Παρνασσιστές, σαρώνοντας τα πάντα (ειδικά το φαινόμενο Παλαμάς).
Σε ό,τι αφορά τη σύγκριση με τον Καρυωτάκη, το γεγονός πως και οι δύο "συγγενεύουν" στο θέμα της διαλεκτικής του θανάτου, ελάχιστο βάρος θα μπορούσε να έχει, νομίζω, ώστε να μπουν στη ζυγαριά. Αυτό από τη στιγμη πως ανήκουν σε εντελώς διαφορετικές εποχές (τους χωρίζει σχεδόν ένας αιώνας), με αποτέλεσμα να επεξεργάζονται με πολύ διαφορετικό τρόπο (αλλά και αφετηρίες) το θέμα "θάνατος". :)

Αλλά μια και μιλήσαμε για Ρομαντικούς, ας δούμε τον William Blake (μολονότι γενικότερα οι μελετητές θεωρούν πως δεν κατατάσσεται ως ύφος σχεδόν σε κανένα από τα μεγάλα "ρεύματα").
« Τελευταία τροποποίηση: 24/11/06, 08:48 από kain »

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #243 στις: 24/11/06, 08:43 »
William Blake (1757-1827, UK) ("The Visionary")

If It Is True What the Prophets Write
     
If it is true, what the Prophets write,
That the heathen gods are all stocks and stones,
Shall we, for the sake of being polite,
Feed them with the juice of our marrow-bones?

And if Bezaleel and Aholiab drew
What the finger of God pointed to their view,
Shall we suffer the Roman and Grecian rods
To compel us to worship them as gods?

They stole them from the temple of the Lord
And worshipp'd them that they might make inspir'd art abhorr'd;

The wood and stone were call'd the holy things,
And their sublime intent given to their kings.
All the atonements of Jehovah spurn'd,
And criminals to sacrifices turn'd.

Infant Sorrow
     
My mother groaned, my father wept,
Into the dangerous world I leapt;
Helpless, naked, piping loud,
Like a fiend hid in a cloud.

Struggling in my father's hands,
Striving against my swaddling bands,
Bound and weary, I thought best
To sulk upon my mother's breast.

Now Art Has Lost Its Mental Charms
     
'Now Art has lost its mental charms
France shall subdue the world in arms.'
So spoke an Angel at my birth;
Then said `Descend thou upon earth,
Renew the Arts on Britain's shore,
And France shall fall down and adore.
With works of art their armies meet
And War shall sink beneath thy feet.
But if thy nation Arts refuse,
And if they scorn the immortal Muse,
France shall the arts of peace restore
And save thee from the ungrateful shore.'

Spirit who lov'st Britannia's Isle
Round which the fiends of commerce smile

The Tyger
     
Tyger! Tyger! burning bright,
In the forests of the night,
What immortal hand or eye
Could frame thy fearful symmetry?

In what distant deeps or skies
Burnt the fire of thine eyes?
On what wings dare he aspire?
What the hand dare sieze the fire?

And what shoulder, & what art,
Could twist the sinews of thy heart?
And when thy heart began to beat,
What dread hand? & what dread feet?

What the hammer? what the chain?
In what furnace was thy brain?
What the anvil? what dread grasp
Dare its deadly terrors clasp?

When the stars threw down their spears,
And water'd heaven with their tears,
Did he smile his work to see?
Did he who made the Lamb make thee?

Tyger! Tyger! burning bright
In the forests of the night,
What immortal hand or eye
Dare frame thy fearful symmetry?

The Sick Rose
     
O Rose, thou art sick!
The invisible worm
That flies in the night,
In the howling storm,

Has found out thy bed
Of crimson joy:
And his dark secret love
Does thy life destroy.

On Another's Sorrow
     
Can I see another's woe,
And not be in sorrow too?
Can I see another's grief,
And not seek for kind relief?

Can I see a falling tear,
And not feel my sorrow's share?
Can a father see his child
Weep, nor be with sorrow filled?

Can a mother sit and hear
An infant groan, an infant fear?
No, no! never can it be!
Never, never can it be!

And can He who smiles on all
Hear the wren with sorrows small,
Hear the small bird's grief and care,
Hear the woes that infants bear,

And not sit beside the next,
Pouring pity in their breast,
And not sit the cradle near,
Weeping tear on infant's tear?

And not sit both night and day,
Wiping all our tears away?
Oh no! never can it be!
Never, never can it be!

He doth give his joy to all:
He becomes an infant small,
He becomes a man of woe,
He doth feel the sorrow too.

Think not thou canst sigh a sigh,
And thy Maker is not by:
Think not thou canst weep a tear,
And thy Maker is not year.

Oh He gives to us his joy,
That our grief He may destroy:
Till our grief is fled an gone
He doth sit by us and moan.

The Smile

There is a Smile of Love
And there is a Smile of Deceit
And there is a Smile of Smiles
In which these two Smiles meet.

And there is a Frown of Hate
And there is a Frown of disdain
And there is a Frown of Frowns
Which you strive to forget in vain.

For it sticks in the Heart's deep Core
And it sticks in the deep Back bone.
And no Smile that ever was smil'd
But only one Smile alone.

That betwixt the Cradle and Grave
It only once Smil'd can be,
But when it once is Smile'd
There's an end to all Misery.

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #244 στις: 24/11/06, 08:45 »
(και συνεχίζοντας με τους Αγγλους)

Alfred Tennyson (1809-1892) ("The Elegiac")

O Beauty, Passing Beauty!
     
O beauty, passing beauty! Sweetest sweet!
How can thou let me waste my youth in sighs?
I only ask to sit beside thy feet.
Thou knowest I dare not look into thine eyes.
Might I but kiss thy hand! I dare not fold
My arms about thee--scarcely dare to speak.
And nothing seems to me so wild and bold,
As with one kiss to touch thy blessed cheek.
Methinks if I should kiss thee, no control
Within the thrilling brain could keep afloat
The subtle spirit. Even while I spoke,
The bare word "kiss" hath made my inner soul
To tremble like a lute string, ere the note
Hath melted in the silence that it broke.

Ulysses
     
It little profits that an idle king,
By this still hearth, among these barren crags,
Matched with and aged wife, I mete and dole
Unequal laws unto a savage race,
That hoard, and sleep, and feed, and know not me.
I cannot rest from travel: I will drink
Life to the lees: all times I have enjoyed
Greatly, have suffered greatly, both with those
That loved me, and alone; on shore, and when
Through scudding drifts the rainy Hyades
Vexed the dim sea: I am become a name;
For always roaming with a hungry heart
Much have I seen and known; cities of men
And manners, climates, councils, governments,
Myself not least, but honoured of them all;
And drunk delight of battle with my peers,
Far on the ringing plains of windy Troy.
I am a part of all that I have met;
Yet all experience is an arch wherethrough
Gleams that untravelled world, whose margin fades
For ever and for ever when I move.
How dull it is to pause, to make an end,
To rust unburnished, not to shine in use!
As though to breathe were life. Life piled on life
Were all too little, and of one to me
Little remains: but every hour is saved
From that eternal silence, something more,
A bringer of new things; and vile it were
For some three suns to store and hoard myself,
And this grey spirit yearning in desire
To follow knowledge like a sinking star,
Beyond the utmost bound of human thought.

This is my son, mine own Telemachus,
To whom I leave the sceptre and the isle -
Well-loved of me, discerning to fulfil
This labour, by slow prudence to make mild
A rugged people, and through soft degrees
Subdue them to the useful and the good.
Most blameless is he, centred in the sphere
Of common duties, decent not to fail
In offices of tenderness, and pay
Meet adoration to my household gods,
When I am gone. He works his work, I mine.

There lies the port; the vessel puffs her sail:
There gloom the dark broad seas. My mariners,
Souls that have toiled, and wrought, and thought with me -
That ever with a frolic welcome took
The thunder and the sunshine, and opposed
Free hearts, free foreheads -you and I are old;
Old age hath yet his honour and his toil;
Death closes all: but something ere the end,

Some work of noble note, may yet be done,
Not unbecoming men that strove with Gods.
The lights begin to twinkle from the rocks:
The long day wanes: the slow moon climbs: the deep
Moans round with many voices. Come, my friends,
'Tis not too late to seek a newer world.
Push off, and sitting well in order smite
The sounding furrows; for my purpose holds
To sail beyond the sunset, and the baths
Of all the western stars, until I die.
It may be that the gulfs will wash us down:
It may be we shall touch the Happy Isles,
And see the great Achilles, whom we knew.
Though much is taken, much abides; and though
We are not now that strength which in old days
Moved earth and heaven; that which we are, we are;
One equal temper of heroic hearts,
Made weak by time and fate, but strong in will
To strive, to seek, to find, and not to yield.

A Farewell
     
Flow down, cold rivulet, to the sea,
Thy tribute wave deliver:
No more by thee my steps shall be,
For ever and for ever.

Flow, softly flow, by lawn and lea,
A rivulet then a river:
Nowhere by thee my steps shall be
For ever and for ever.

But here will sigh thine alder tree
And here thine aspen shiver;
And here by thee will hum the bee,
For ever and for ever.

A thousand suns will stream on thee,
A thousand moons will quiver;
But not by thee my steps shall be,
For ever and for ever.

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #245 στις: 24/11/06, 08:46 »
Philip Larkin (1922-1985, UK) ("The Colloquial")

Whatever Happened?
     
At once whatever happened starts receding.
Panting, and back on board, we line the rail
With trousers ripped, light wallets, and lips bleeding.

Yes, gone, thank God! Remembering each detail
We toss for half the night, but find next day
All's kodak-distant. Easily, then (though pale),

'Perspective brings significance,' we say,
Unhooding our photometers, and, snap!
What can't be printed can be thrown away.

Later, it's just a latitude: the map
Points out how unavoidable it was:
'Such coastal bedding always means mishap.'

Curses? The dark? Struggling? Where's the source
Of these yarns now (except in nightmares, of course)?

To Failure
     
You do not come dramatically, with dragons
That rear up with my life between their paws
And dash me butchered down beside the wagons,
The horses panicking; nor as a clause
Clearly set out to warn what can be lost,
What out-of-pocket charges must be borne
Expenses met; nor as a draughty ghost
That's seen, some mornings, running down a lawn.

It is these sunless afternoons, I find
Install you at my elbow like a bore
The chestnut trees are caked with silence. I'm
Aware the days pass quicker than before,
Smell staler too. And once they fall behind
They look like ruin. You have been here some time.

This be the Verse
     
They fuck you up, your mum and dad.
They may not mean to, but they do.
They fill you with the faults they had
And add some extra, just for you.

But they were fucked up in their turn
By fools in old-style hats and coats,
Who half the time were soppy-stern
And half at one another's throats.

Man hands on misery to man.
It deepens like a coastal shelf.
Get out as early as you can,
And don't have any kids yourself.

Money
     
Quarterly, is it, money reproaches me:
'Why do you let me lie here wastefully?
I am all you never had of goods and sex,
You could get them still by writing a few cheques.'

So I look at others, what they do with theirs:
They certainly don't keep it upstairs.
By now they've a second house and car and wife:
Clearly money has something to do with life

- In fact, they've a lot in common, if you enquire:
You can't put off being young until you retire,
And however you bank your screw, the money you save
Won't in the end buy you more than a shave.

I listen to money singing. It's like looking down
From long French windows at a provincial town,
The slums, the canal, the churches ornate and mad
In the evening sun. It is intensely sad.

The Mower
     
The mower stalled, twice; kneeling, I found
A hedgehog jammed up against the blades,
Killed. It had been in the long grass.

I had seen it before, and even fed it, once.
Now I had mauled its unobtrusive world
Unmendably. Burial was no help:

Next morning I got up and it did not.
The first day after a death, the new absence
Is always the same; we should be careful

Of each other, we should be kind
While there is still time.

High Windows
     
When I see a couple of kids
And guess he's f**k**g her and she's (λογοκρισία στον κύριο Larkin, φίλτατο σύστημα αυτόματης διόρθωσης?)
Taking pills or wearing a diaphragm,
I know this is paradise

Everyone old has dreamed of all their lives--
Bonds and gestures pushed to one side
Like an outdated combine harvester,
And everyone young going down the long slide

To happiness, endlessly. I wonder if
Anyone looked at me, forty years back,
And thought, That'll be the life;
No God any more, or sweating in the dark

About hell and that, or having to hide
What you think of the priest. He
And his lot will all go down the long slide
Like free bloody birds. And immediately

Rather than words comes the thought of high windows:
The sun-comprehending glass,
And beyond it, the deep blue air, that shows
Nothing, and is nowhere, and is endless.

Maturity
     
A stationary sense... as, I suppose,
I shall have, till my single body grows
Inaccurate, tired;
Then I shall start to feel the backward pull
Take over, sickening and masterful -
Some say, desired.

And this must be the prime of life... I blink,
As if at pain; for it is pain, to think
This pantomime
Of compensating act and counter-act
Defeat and counterfeit, makes up, in fact
My ablest time. 

Αποσυνδεδεμένος Σ.απ.φώΣ

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 356
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Ξέρω, μα επιλέγω ξανά τ' όνειρο.
    • Προφίλ
    • Μαρία Νεφέλη
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #246 στις: 24/11/06, 16:16 »
Κώστας Μόντης
Ο στίχος είναι το ποίημα από μόνο του:

Όταν χαμογελά, ξεχνά η αυγή το σάνταλό της.
Ιξίονες είμαστε όλοι. Iξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τα όνειρά μας...
Ν.Κ.

Αποσυνδεδεμένος argentina

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 466
  • Φύλο: Γυναίκα
    • Προφίλ
    • argentina
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #247 στις: 02/01/07, 20:07 »
"...Να φωνάζω απο σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω απο σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα...."

(απο το μονόγραμμα του Ελύτη)
Τι τεράστιο ψέμα πρέπει να επινοήσει το μυαλό του... για να μπορέσει να κυριαρχήσει στις αισθήσεις του... να τις γαληνέψει...;
                                                                                                             R. M. Rilke

Αποσυνδεδεμένος kain

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 388
  • Φύλο: Άντρας
  • Still On The Road
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #248 στις: 21/03/07, 11:29 »
Διονύσης Καψάλης

Μικρή Νυχτερινή Ιστορία (αποσπάσματα)

‘Half dead to know I shall die’
TENNYSON, In Memoriam


Ο ήλιος έλουζε το σπίτι
από το πλάι· στις κουρτίνες
έβλεπε να περνούν οι μήνες
κι έτσι ξεχνούσε ότι πλήττει.

Σπανίως έβγαινε τα βράδια
(και πού να πάει δίχως φίλο),
σ' ένα σκοτάδι ζούσε κοίλο
και ζούσαν μέσα του σκοτάδια.

Μπορεί και ν' άκουσε το νόμο
που ρύθμιζε το όντως όν,
κι ένας αέρας απ' το δρόμο
πλανόδιου ακορντεόν

ίσως του θύμισε ότι πλήττει·
κι όπως κατέρρεαν οι μήνες,
σάλεψαν λίγο οι κουρτίνες
και χάθηκε όλο το σπίτι.

[...]

Περνούν τα χρόνια της ζωής του,
δεν έχει τίποτε να πει·
βάσανα, έρωτες αλήστου
μνήμης γυρίζουν στη σιωπή.

Τον κούρασε πια τόσος κόπος,
ο δρόμος που δεν έχει βρει,
οι έγνοιες, ο καιρός, ο τόπος,
κι η θέληση του, τόσο αβρή-

τον κούρασαν· πέφτει βαρύς
στο λίγο που κοιμάται, κι όμως
δεν κατευνάζεται ο τρόμος,
ο θάνατος θα 'ρθει νωρίς.

Αποσυνδεδεμένος Transformer

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 302
  • Φύλο: Γυναίκα
  • just let her crash and burn, she'll learn.
    • Προφίλ
Απ: Ποίηση
« Απάντηση #249 στις: 21/03/07, 11:46 »
Σημερα ειναι και η παγκοσμια μερα της αν δεν κανω λαθος...
there i go again pretending to be you
make-believing that i have a soul
beneath the surface, trying to convince you
it was accidentally on purpose