Κανόνες τηρούσα,
αρνί που βοσκούσα,
κοιμήσου μου λέγαν
και όλο μ' αρμέγαν.
Χαρούμενος τρέχω
αφού όλα τα έχω
και νιάτα και χάρη
και φρέσκο χορτάρι.
Πηδώ μασουλώντας
χορεύω γελώντας
στους πλάγιους ήχους,
στους όρθιους τοίχους,
που κάποιοι σηκώσαν,
που κάποιους σκλαβώσαν.
Δεν ψάχνω για ταίρι,
ψημένο το χέρι,
χαλάσαν το σπέρμα,
τι θέλουν τα έρμα;
Κρεβάτι και ύπνο,
το δίκτυο για δείπνο
κι ο νούς τους χορταίνει,
η γλώσσα σωπαίνει.
Κεφάλι σκυμμένο,
παιχνίδι στημένο
κι εγώ να ποντάρω,
πως κάτι θα πάρω.
Μιά πόρτα θ' ανοίξει,
αέρας θ' αγγίξει
τα μαύρα μαλλιά μου,
να πέσει η προβιά μου.
Ο αδύναμος κρίκος,
να! γίνομαι ο λύκος,
που όμηρο πιάνει
τον δόλιο τσοπάνη.
Με μάτια αναμμένα,
με δόντια ασπρισμένα,
ξεσκίζω τη σάρκα,
'ξοπλίζω μιά βάρκα,
σε πέλαγα πλέω,
μα, κοίτα με!!! Κλαίω!!!
Ποιά θάναι η ζωή μου,
χωρίς το μαντρί μου;...