Γεια και χαρά σου Κωσταντη, κοντά μας καλώς ήρθες
Και τα στιχάκια σου σιμά με τα δικά μας ρίξε
Το ρίγος που ανέφερες το σώμα μου ταράζει
Και ένας λόγος ξεπηδά, βογκάει , αναστενάζει
Είναι, που λες, του έρωτα, καημός που θα με πνίξει
Αν δε τον πω σ εκείνο νε που μ έχει συγκινήσει
Και σαν σκεφτώ πούθε έρχομαι, και ποια είναι η ύπαρξή μου
Τότε να δεις τι γίνεται, στη δόλια την ψυχή μου
Μα θα μου πεις, "ανάγκη είναι, στιχάκια να τα κάνεις???
Ίσως είναι ποιο εύκολο, μα μη το παρακάνεις"
Κι επειδή κανέναν νε δεν τον ενδιαφέρει
Για ποιον πονώ, για ποιον γελώ και ποιος με συνεπαίρνει
Κι ακόμα περισσότερο για της ψυχής τους δρόμους
Που ψάχνω κι όλο χάνομαι σε πλήθος άδειων νόμων
Γι αυτό κι εγώ τα φύλαξα σ ένα βαθύ σεντούκι
Μαζί με μνήμες θησαυρούς για νάβγω απ το λούκι
Και αν ποτέ οι απόγονοι τα βρουν και καταλάβουν
Ας τα φορέσουν μουσική, ας τα χορέψουν ζάλο
Μα με φοβίζει Κωσταντη, μη κάποτε μου πούνε
Τι ψώνιο ήταν η πρόγονος και αρχίσουν να γελούνε
(καλως σε, αν και βιαστικη η απαντηση μου

)